- προπατορικός
- -ή, -ό / προπατορικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [προπάτωρ, -ορος]1. αυτός που αναφέρεται στους προπάτορες, στους μακρινούς προγόνους (α. «προπατορική κληρονομιά» β. «προπατορικόν αποτιννύων χρέος», Βαλσ.)2. φρ. «προπατορικό(ν) αμάρτημα» ή «προπατορική αμαρτία» — το αμάρτημα τής παρακοής τού Αδάμ και τής Εύας, το οποίο, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, είχε ως συνέπεια την έξωσή τους από τον Παράδεισο και την είσοδο τού ανθρώπινου γένους στη θνητότητα.
Dictionary of Greek. 2013.